μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(18) |
(No difference)
|
ἰχθυακός, -ή, -όν (Α)
1. ιχθυϊκός
2. φρ. «ἰχθυακή πύλη» — πύλη στην οποία πωλούσαν ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς + κατάλ. -ακος (πρβλ. ηλι-ακός, κοιλι-ακός)].