ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
καινοτοκῶ, -έω (Α)γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο-τοκώ, τελειο-τοκώ].