καινοτοκώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

καινοτοκῶ, -έω (Α)
γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τοκῶ (< -τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο-τοκώ, τελειο-τοκώ].