κακόμισθος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόμισθος''': -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.
|lstext='''κακόμισθος''': -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόμισθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό [[μισθό]], που κακοπληρώθηκε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμισθος Medium diacritics: κακόμισθος Low diacritics: κακόμισθος Capitals: ΚΑΚΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: kakómisthos Transliteration B: kakomisthos Transliteration C: kakomisthos Beta Code: kako/misqos

English (LSJ)

ον,

   A ill-rewarded, Sch.A.Ch.733.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht belohnt, Erkl. von ἄμισθος, Schol. Aesch. Ch. 731.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμισθος: -ον, κακῶς ἀνταμειφθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 733, Βασίλ. τ. 3, σ. 208Α.

Greek Monolingual

κακόμισθος, -ον (Α)
αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό μισθό, που κακοπληρώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μισθός.