κακομήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, κακὴ [[μήτηρ]], πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Σοφ. Ἠλέκτρᾳ 1154, [[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]], Ἡσύχ: - παρὰ Μανέθ. 4. 307, πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κακομήστωρ, = [[κακομήτης]]. | |lstext='''κακομήτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, κακὴ [[μήτηρ]], πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Σοφ. Ἠλέκτρᾳ 1154, [[μήτηρ]] [[ἀμήτωρ]], Ἡσύχ: - παρὰ Μανέθ. 4. 307, πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κακομήστωρ, = [[κακομήτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακομήτωρ]], ἡ (Α)<br />([[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> στη λ. [[ἀμήτωρ]]) κακή [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήτωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοινο</i>-<i>μήτωρ</i>, <i>φιλο</i>-<i>μήτωρ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ἡ,
A mother of ill, gloss on ἀμήτωρ, Hsch.:—but prob. κακομήστωρ (
A = κακόμητις) shd. be read in Man. 4.307.
German (Pape)
[Seite 1301] ορος, eine unglückliche od. böse Mutter habend, Hesych., Erkl. von ἀμήτωρ. – Aber Man. 4, 307 steht κακομήτορες neben δόλιοι = κακομῆται, vielleicht in κακομήστορες zu ändern.
Greek (Liddell-Scott)
κακομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, κακὴ μήτηρ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐν Σοφ. Ἠλέκτρᾳ 1154, μήτηρ ἀμήτωρ, Ἡσύχ: - παρὰ Μανέθ. 4. 307, πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κακομήστωρ, = κακομήτης.
Greek Monolingual
κακομήτωρ, ἡ (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἀμήτωρ) κακή μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινο-μήτωρ, φιλο-μήτωρ].