κακωτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_19) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544. | |lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακωτής]], ο θηλ. [[κακώτρια]] (AM) [[κακώ]]<br />[[κακοποιός]], [[βλαπτικός]]. | |||
}} | }} |