κακοτεχνής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοτεχνής''': -ές, ἴδε [[κακότεχνος]] ἐν τέλει.
|lstext='''κακοτεχνής''': -ές, ἴδε [[κακότεχνος]] ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κακοτεχνής]], -ές)<br />[[κακότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>τεχνής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνής Medium diacritics: κακοτεχνής Low diacritics: κακοτεχνής Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kakotechnḗs Transliteration B: kakotechnēs Transliteration C: kakotechnis Beta Code: kakotexnh/s

English (LSJ)

ές,

   A = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].