κακόκαρδος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)
στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιό-καρδος, μικρό-καρδος].