καμινάδα: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(19)
(No difference)

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. καπνοδόχος
2. (συνεκδ. και σε κωμική έκφρ.) ψηλό κυλινδρικό επίσημο καπέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. caminada < λατ. caminus < αρχ. κάμινος].