καμινευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_11)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.
|lstext='''καμῑνευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καμινευτικός]], -ή, -όν) [[καμινεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμίνευση]], αυτός που συντελεί στην [[τήξη]] τών μετάλλων.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτικός Medium diacritics: καμινευτικός Low diacritics: καμινευτικός Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamineutikós Transliteration B: kamineutikos Transliteration C: kamineftikos Beta Code: kamineutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.