κάρηξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ηκος, ο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κυπερίδες, κν. σπαθόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carex < λατ. carex «βούτομον, σπαθόχορτο»].