καρποφόρημα: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_22) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρποφόρημα''': τό, τὸ καρποφορηθέν, ὁ παραχθεὶς καρπός, Εὐστ. 1572. 33. | |lstext='''καρποφόρημα''': τό, τὸ καρποφορηθέν, ὁ παραχθεὶς καρπός, Εὐστ. 1572. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρποφόρημα]], τὸ (Μ)<br />[[καρποφορώ]]<br />ο [[καρπός]], το [[σύνολο]] τών καρπών που έχουν παραχθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A fruit borne, Eust. 1572.33.
German (Pape)
[Seite 1329] τό, die Frucht, der Ertrag; Long. 2, 26; Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφόρημα: τό, τὸ καρποφορηθέν, ὁ παραχθεὶς καρπός, Εὐστ. 1572. 33.
Greek Monolingual
καρποφόρημα, τὸ (Μ)
καρποφορώ
ο καρπός, το σύνολο τών καρπών που έχουν παραχθεί.