καρποφορώ
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
(AM καρποφορῶ, -έω) καρποφόρος
1. παράγω καρπό, είμαι καρποφόρος
2. φέρω αποτέλεσμα, τελεσφορώ («καρποφόρησαν τα λόγια μου»)
μσν.
1. αποκομίζω καρπούς («ἵνα ὁ ἄνθρωπος τὰς ἐντολὰς κυρίου καρποφορῇ»)
2. κερδίζω, αποκτώ
μσν.-αρχ.
κάνω προσφορές, προσφέρω.