καρποτόκεια: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_11) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρποτόκεια''': ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ [[καρποτόκος]], Νόνν. Δ. 21. 26. | |lstext='''καρποτόκεια''': ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ [[καρποτόκος]], Νόνν. Δ. 21. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρποτόκεια]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρποτόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. fem. of καρποτόκος, Nonn.D.21.26.
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, Fruchterzeugerinn, γαῖα Nonn. D. 21, 26. S. καρποτόκος.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτόκεια: ἡ, ποιητικ. θηλ. τοῦ καρποτόκος, Νόνν. Δ. 21. 26.
Greek Monolingual
καρποτόκεια, ἡ (Α)
βλ. καρποτόκος.