καρδιουλκώ: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

καρδιουλκῶ, -έω (Α)
1. βγάζω την καρδιά του θύματος και την τυλίγω με ξύγκι για να τήν κάψω
2. επιγρ. (για φυτά) βγάζω την καρδιά ή την ψίχα του φυτού, την εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -ουλκῶ (< -ουλκός < ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ-ουλκώ, ξιφ-ουλκώ].