καταβιβρώσκω: Difference between revisions
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]]. | |btext=<i>f.</i> καταβρώσομαι, <i>ao.</i> κατέβρωσα, <i>ao.2</i> κατέβρων, <i>pf.</i> καταβέβρωκα;<br />avaler, dévorer, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[καταβιβρώσκω]])<br /><b>1.</b> [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με την πάροδο του χρόνου, [[φθείρω]] λίγο λίγο, [[αφανίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βιβρώσκω]] «[[τρώγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
(pres. not found,
A v. ἐσθίω), aor. κατέβρων h.Ap. 127: pf. Pass. καταβέβρωμαι: aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Antiph.82: metaph., καταβεβρώκασι . . τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30; τὰ ὄντα Hyp.Fr.249:—Pass., ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16; κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6; καταβέβρωται Hdt.4.199; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd.110a.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.
Greek (Liddell-Scott)
καταβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. καταβρώθω. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, ἔφαγον τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ καταβρώξειε ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. καταβρόξειε).
French (Bailly abrégé)
f. καταβρώσομαι, ao. κατέβρωσα, ao.2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα;
avaler, dévorer, engloutir.
Étymologie: κατά, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
(Α καταβιβρώσκω)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την πάροδο του χρόνου, φθείρω λίγο λίγο, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βιβρώσκω «τρώγω»].