καρπεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
(6_23)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπεύω''': καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.
|lstext='''καρπεύω''': καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καρπεύω]]) [[[καρπός]] (Ι)]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[παράγω]] καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] τον καρπό<br /><b>2.</b> [[επωφελούμαι]] από κάποιον.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπεύω Medium diacritics: καρπεύω Low diacritics: καρπεύω Capitals: ΚΑΡΠΕΥΩ
Transliteration A: karpeúō Transliteration B: karpeuō Transliteration C: karpeyo Beta Code: karpeu/w

English (LSJ)

   A enjoy the fruits of, Χώραν Hyp.Fr.107, IG9(1).693.3 (Corc.), cf. Plb.10.28.3: generally, profit by, Gal.9.790: abs., SIG1044.18 (Halic., iv/iii B.C.):— Med., Supp.Epigr.3.378B30 (Delph., ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1328] die Frucht einsammeln, ernten, benutzen, Hyperid. bei Poll. 7, 149; χώραν Pol. 10, 28, 3; – intrans., = εὐκαρπέω, Ar. bei Poll. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

καρπεύω: καρποῦμαί τι, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατέχειν ἢ κεκτῆσθαι, καρπεύειν ἀγαθὴν καὶ πλείστην χώραν Ὑπερδείδ. παρὰ Πολυδ. Ζ', 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 1840, κ. ἀλλ., Πολύβ. 10. 28, 3.

Greek Monolingual

(AM καρπεύω) [[[καρπός]] (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
παράγω καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει»)
αρχ.
1. συγκομίζω τον καρπό
2. επωφελούμαι από κάποιον.