καταδαπάνη: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_9) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδᾰπάνη''': ἡ, [[μεγάλη]] [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 75. | |lstext='''καταδᾰπάνη''': ἡ, [[μεγάλη]] [[δαπάνη]], [[σπατάλη]], Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 75. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταδαπάνη]], ἡ (Α)<br />[[μεγάλη]] [[δαπάνη]], [[σπατάλη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A absorption, drying up, τῆς ὑγρᾶς τροφῆς Alex.Aphr.Pr.2.75.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, Aufwand, Verwendung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταδᾰπάνη: ἡ, μεγάλη δαπάνη, σπατάλη, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 75.
Greek Monolingual
καταδαπάνη, ἡ (Α)
μεγάλη δαπάνη, σπατάλη.