καταλαμπρύνω: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_2) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλαμπρύνω''': [[λαμπρύνω]], [[φωτίζω]], τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ. | |lstext='''καταλαμπρύνω''': [[λαμπρύνω]], [[φωτίζω]], τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[καταλαμπρύνω]]) [[κατάλαμπρος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] πολύ λαμπρό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A make splendid, νεὼν κάλλει τε καὶ μεγέθει Procop. Aed.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
καταλαμπρύνω: λαμπρύνω, φωτίζω, τὸν ναὸν κάλλει καὶ φωτὸς αἴγλῃ Προκόπ.· μεταφ., νοῦν Κύριλλ.
Greek Monolingual
(AM καταλαμπρύνω) κατάλαμπρος
καθιστώ κάτι πολύ λαμπρό.