κατάσχασις: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_8) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάσχασις''': -εως, ἡ, τὸ κατασχάζειν, τὸ [[ἄνοιγμα]] φλεβός, [[φλεβοτομία]], σὺν πυρίᾳ καὶ καταπλάσμασι καὶ κατασχάσει Μοσχ. | |lstext='''κατάσχασις''': -εως, ἡ, τὸ κατασχάζειν, τὸ [[ἄνοιγμα]] φλεβός, [[φλεβοτομία]], σὺν πυρίᾳ καὶ καταπλάσμασι καὶ κατασχάσει Μοσχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάσχασις]], ἡ (Α) [[κατασχάζω]]<br />[[διάνοιξη]], [[τομή]] φλέβας, [[φλεβοτομία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A scarification, Archig. ap. Orib.44.26.6.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, = κατασχασμός, Moschion.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσχασις: -εως, ἡ, τὸ κατασχάζειν, τὸ ἄνοιγμα φλεβός, φλεβοτομία, σὺν πυρίᾳ καὶ καταπλάσμασι καὶ κατασχάσει Μοσχ.
Greek Monolingual
κατάσχασις, ἡ (Α) κατασχάζω
διάνοιξη, τομή φλέβας, φλεβοτομία.