καταστείχω: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(6_13a)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστείχω''': μέλλ. -ξω, = [[κατέρχομαι]], εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.
|lstext='''καταστείχω''': μέλλ. -ξω, = [[κατέρχομαι]], εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταστείχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]]<br /><b>2.</b> [[επιστρέφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στείχω]] «[[περπατώ]], [[βαδίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστείχω Medium diacritics: καταστείχω Low diacritics: καταστείχω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: katasteíchō Transliteration B: katasteichō Transliteration C: katasteicho Beta Code: katastei/xw

English (LSJ)

aor. 2 -έστῐχον,

   A = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.

Greek (Liddell-Scott)

καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.

Greek Monolingual

καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].