κεραμοκάμινος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
καμίνι, στο οποίο ψήνονται κεραμίδια και πήλινα σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -κάμινος (< κάμινος), πρβλ. ασβεστο-κάμινος, υψι-κάμινος].