κηλήνη: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6_4)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλήνη''': «μέλαινα» Ἡσύχ.
|lstext='''κηλήνη''': «μέλαινα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηλήνη]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέλαινα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται με τη λ. [[κηλίς]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεβλ</i>-<i>ήνη</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήνη Medium diacritics: κηλήνη Low diacritics: κηλήνη Capitals: ΚΗΛΗΝΗ
Transliteration A: kēlḗnē Transliteration B: kēlēnē Transliteration C: kilini Beta Code: khlh/nh

English (LSJ)

μέλαινα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήνη: «μέλαινα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κηλήνη (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέλαινα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κηλίς και εμφανίζει επίθημα -ήνη (πρβλ. κεβλ-ήνη)].