Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(20) |
(No difference)
|
-α, -ο (Α κηροφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κερί («κηροφόρο φυτό»)
νεοελλ.
αυτός που φέρει, που κρατά κερί
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo κηροφόρον
ο κηροστάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δρεπανη-φόρος, καρποφόρος.