κισσηρεφής: Difference between revisions
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής. | |lstext='''κισσηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κισσηρεφής]], -ές)<br />ο καλυμμένος με κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]] «[[καλύπτω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νυκτ</i>-<i>ηρεφής</i>, <i>πετρ</i>-<i>ηρεφής</i>. Το -<i>η</i>- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A ivy-clad, Call.Epigr.in Berl.Sitzb.1912.548, Philostr.Dial.2, prob. for κισσηφερής in Suid.
German (Pape)
[Seite 1442] ές, mit Epheu bedeckt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κισσηρεφής: -ές, (ἐρέφω) κισσῷ ἐστεγασμένος, Σουΐδ., κατὰ Schneid, ἀντὶ κισσηφερής.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσηρεφής, -ές)
ο καλυμμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ηρεφής (< ἐρέφω «καλύπτω»), πρβλ. νυκτ-ηρεφής, πετρ-ηρεφής. Το -η- λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].