κισσόπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
(6_18)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος [[μετὰ]] κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.
|lstext='''κισσόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος [[μετὰ]] κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.
}}
{{grml
|mltxt=[[κισσόπλεκτος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «μέλεα κισσόπλεκτα» — [[μέλη]] στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο [[κισσός]] <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λινό</i>-<i>πλεκτος</i>, <i>σχοινό</i>-<i>πλεκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσόπλεκτος Medium diacritics: κισσόπλεκτος Low diacritics: κισσόπλεκτος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kissóplektos Transliteration B: kissoplektos Transliteration C: kissoplektos Beta Code: kisso/plektos

English (LSJ)

ον,

   A ivy-twined, μέλεα κ., of dithyrambs, Antiph.209.7 corr. Mein.: codd. Ath. κις<ς>όπληκτα, i.e. ivy- (thyrsos-) stricken, frenzied.

Greek (Liddell-Scott)

κισσόπλεκτος: -ον, πεπλεγμένος μετὰ κισσοῦ, μέλεα κ., ἐπὶ τῶν Βακχικῶν διθυράμβων, Ἀντιφάν. ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1, ἐξ εἰκασίας τοῦ Meinek.· ― τὰ Ἀντίγρ. φέρουσι: κισσόπληκτα, ὅπερ ἑρμηνεύεται: πεπληγμένα ὑπὸ τοῦ κισσοῦ (δηλ. θύρσου), μανίας πλήρη.

Greek Monolingual

κισσόπλεκτος, -ον (Α)
φρ. «μέλεα κισσόπλεκτα» — μέλη στα οποία έχει πλέξει τα βλαστάρια του ο κισσός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. λινό-πλεκτος, σχοινό-πλεκτος].