κεχηναίος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(20) |
(No difference)
|
Revision as of 07:24, 29 September 2017
Greek Monolingual
-α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)
νεοελλ.
αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, χάσκω»].