κλεπτέλεγχος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεπτέλεγχος''': -ον, ὁ ἐλέγχων τινὰ ὡς κλέπτοντα, ἀποδεικνύων ὡς τοιοῦτον, [[λίθος]] κλ., ἔχων μαγικὴν δύναμιν πρὸς τοῦτο, Διοσκ. 5. 161· οὕτω κλ. [[βρῶμα]] Ψελλ.
|lstext='''κλεπτέλεγχος''': -ον, ὁ ἐλέγχων τινὰ ὡς κλέπτοντα, ἀποδεικνύων ὡς τοιοῦτον, [[λίθος]] κλ., ἔχων μαγικὴν δύναμιν πρὸς τοῦτο, Διοσκ. 5. 161· οὕτω κλ. [[βρῶμα]] Ψελλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεπτέλεγχος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κλεπτέλεγχος]]<br />[[είδος]] θεοκρισίας, [[κατά]] την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο της Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως [[κατάρα]] στον εαυτόν του να τον τιμωρήσει [[αμέσως]] ο [[θεός]], εάν είχε πει ψέμματα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[άρτος]] που έτρωγε ο δοκιμαζόμενος («κλεπτέλεγχον [[βρῶμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποκαλύπτει κλέφτη («[[κλεπτέλεγχος]] [[λίθος]]» — [[λίθος]] με μαγική [[δύναμη]] να αποκαλύπτει κλέφτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτης]] <span style="color: red;">+</span> [[ἔλεγχος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτέλεγχος Medium diacritics: κλεπτέλεγχος Low diacritics: κλεπτέλεγχος Capitals: ΚΛΕΠΤΕΛΕΓΧΟΣ
Transliteration A: kleptélenchos Transliteration B: kleptelenchos Transliteration C: kleptelegchos Beta Code: klepte/legxos

English (LSJ)

ον,

   A convicting a thief, λίθος κ. a stone that had magic powers for this purpose, Aët.2.32.

German (Pape)

[Seite 1448] den Dieb überführend, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτέλεγχος: -ον, ὁ ἐλέγχων τινὰ ὡς κλέπτοντα, ἀποδεικνύων ὡς τοιοῦτον, λίθος κλ., ἔχων μαγικὴν δύναμιν πρὸς τοῦτο, Διοσκ. 5. 161· οὕτω κλ. βρῶμα Ψελλ.

Greek Monolingual

κλεπτέλεγχος, -ον (AM)
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. κλεπτέλεγχος
είδος θεοκρισίας, κατά την οποία ο δοκιμαζόμενος έτρωγε τον άρτο της Μ. Πέμπτης δίνοντας συγχρόνως κατάρα στον εαυτόν του να τον τιμωρήσει αμέσως ο θεός, εάν είχε πει ψέμματα
2. (κατ' επέκτ.) ο άρτος που έτρωγε ο δοκιμαζόμενος («κλεπτέλεγχον βρῶμα»)
αρχ.
αυτός που αποκαλύπτει κλέφτη («κλεπτέλεγχος λίθος» — λίθος με μαγική δύναμη να αποκαλύπτει κλέφτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + ἔλεγχος.