κλαδευτής: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_19) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ. | |lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α [[κλαδευτής]]) [[κλαδεύω]]<br />αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A pruner Gloss. -εύω, prune vines, Artem.1.51, Gp.3.14, Epigr.in Rev.Phil.19.178; condemned by Phryn.149.
Greek (Liddell-Scott)
κλαδευτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) κλαδεύω
αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια.