κλαδευτής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_19)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
|lstext='''κλαδευτής''': -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α [[κλαδευτής]]) [[κλαδεύω]]<br />αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια.
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλᾰδευτής Medium diacritics: κλαδευτής Low diacritics: κλαδευτής Capitals: ΚΛΑΔΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kladeutḗs Transliteration B: kladeutēs Transliteration C: kladeftis Beta Code: kladeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A pruner Gloss. -εύω, prune vines, Artem.1.51, Gp.3.14, Epigr.in Rev.Phil.19.178; condemned by Phryn.149.

Greek (Liddell-Scott)

κλαδευτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κλαδεύων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κλαδεύτρια και κλαδεύτρα (Α κλαδευτής) κλαδεύω
αυτός που κλαδεύει δέντρα, θάμνους και αμπέλια.