κλόπιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλόπιμος''': -ον, = [[κλόπιος]], Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299. | |lstext='''κλόπιμος''': -ον, = [[κλόπιος]], Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλόπιμος]], -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) [[κλοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη<br /><b>2.</b> [[κλοπιμαίος]], [[κλεμμένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλοπίμως</i> (Α)<br />με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (η, ον Ps.-Phoc.135),
A thievish, χεῖρες Id.154, APl.4.193 (Phil.); gotten by fraud, παραθήκη Ps.-Phoc.135. Adv. -μως Man.5.298.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch, ἀλλοτρίων ἀπέχειν κλοπί. μους χέρας Philp. 55 (Plan. 193); – entwendet, gestohlen, Phocyl. 127. – Adv., Han. 5, 297.
Greek (Liddell-Scott)
κλόπιμος: -ον, = κλόπιος, Ψευδο-Φωκυλ. 135. 154. ― Ἐπίρρ. -μως, Μανέθων 5. 299.
Greek Monolingual
κλόπιμος, -ον, θηλ. και -ίμη) (Α) κλοπή
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη
2. κλοπιμαίος, κλεμμένος.
επίρρ...
κλοπίμως (Α)
με τρόπο που ταιριάζει σε κλέφτη.