κισσίον: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κισσός]]· ἡ [[ἀσκληπιάς]], Διοσκ. 3. 106 (96). | |lstext='''κισσίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κισσός]]· ἡ [[ἀσκληπιάς]], Διοσκ. 3. 106 (96). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κισσίον]], τὸ (Α) [[κισσός]]<br /><b>1.</b> υποκορ. του [[κισσός]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ασκληπιάδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of κισσός,
A = ἀσκληπιάς, Ps.-Dsc.3.92.
German (Pape)
[Seite 1442] τό, dim. zu κισσός, Diosc.; vgl. B. A. 794, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κισσίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κισσός· ἡ ἀσκληπιάς, Διοσκ. 3. 106 (96).
Greek Monolingual
κισσίον, τὸ (Α) κισσός
1. υποκορ. του κισσός
2. το φυτό ασκληπιάδα.