κνισοκόλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(6_14)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνῑσοκόλαξ''': ὁ, [[παράσιτος]] δείπνου, αἴσχιστος [[κόλαξ]], Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 125D, πρβλ. Α. Β. 47.
|lstext='''κνῑσοκόλαξ''': ὁ, [[παράσιτος]] δείπνου, αἴσχιστος [[κόλαξ]], Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 125D, πρβλ. Α. Β. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[κνισοκόλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[αίσχιστος]] [[κόλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόλαξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόλαξ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιμο</i>-[[κόλαξ]], <i>ψωμο</i>-[[κόλαξ]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσοκόλαξ Medium diacritics: κνισοκόλαξ Low diacritics: κνισοκόλαξ Capitals: ΚΝΙΣΟΚΟΛΑΞ
Transliteration A: knisokólax Transliteration B: knisokolax Transliteration C: knisokolaks Beta Code: knisoko/lac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A dinner-parasite, Asius 1, cf. Phryn.PSp.81 B. cod. (κυσοκόλαξ cj. Kaibel).

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσοκόλαξ: ὁ, παράσιτος δείπνου, αἴσχιστος κόλαξ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 125D, πρβλ. Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κνισοκόλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αίσχιστος κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + -κόλαξ (< κόλαξ), πρβλ. λιμο-κόλαξ, ψωμο-κόλαξ.