κογχίτης: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
(6_2) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κογχίτης''': [[λίθος]] ῑ, ὁ, [[μάρμαρον]] ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ [[Μέγαρα]], Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε [[κογχυλίας]], -ιάτης. | |lstext='''κογχίτης''': [[λίθος]] ῑ, ὁ, [[μάρμαρον]] ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ [[Μέγαρα]], Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε [[κογχυλίας]], -ιάτης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κογχίτης]]) [[κόγχη]]<br />[[ορυκτό]] που προέρχεται από [[κελύφη]], από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ<br />μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ [[κογχίτης]] [[οὗτος]] ἐστι», <b>Παυσ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] λίθος, ὁ,
A shelly marble, found near Megara, Paus. 1.44.6.
German (Pape)
[Seite 1465] ὁ, λίθος, Muschelmarmor, mit versteinerten Muscheln, Paus. 1, 44, 6. Vgl. κογχυλιάτης.
Greek (Liddell-Scott)
κογχίτης: λίθος ῑ, ὁ, μάρμαρον ἐμπεριέχον ἀπολελιθωμένα κογχύλια εὑρισκόμενον παρὰ τὰ Μέγαρα, Παυσαν. 1. 44, 6· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 268. 1· ἴδε κογχυλίας, -ιάτης.
Greek Monolingual
ο (Α κογχίτης) κόγχη
ορυκτό που προέρχεται από κελύφη, από κοχύλια («μνῆμά ἐστι... ἐκοσμήθη λίθῳ κογχίτῃ
μόνοις δὲ Ἑλλήνων Μεγαρεῡσιν ὁ κογχίτης οὗτος ἐστι», Παυσ.).