κοιλοκρόταφος: Difference between revisions

From LSJ
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοκρότᾰφος''': -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.
|lstext='''κοιλοκρότᾰφος''': -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοκρόταφος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κρόταφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρόταφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δολιχο</i>-[[κρόταφος]], <i>πολιο</i>-[[κρόταφος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοκρότᾰφος Medium diacritics: κοιλοκρόταφος Low diacritics: κοιλοκρόταφος Capitals: ΚΟΙΛΟΚΡΟΤΑΦΟΣ
Transliteration A: koilokrótaphos Transliteration B: koilokrotaphos Transliteration C: koilokrotafos Beta Code: koilokro/tafos

English (LSJ)

ον,

   A with hollow temples, Aret.SD2.7.

German (Pape)

[Seite 1466] mit hohlen Schläfen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοκρότᾰφος: -ον, ἔχων κοίλους κροτάφους, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 7.

Greek Monolingual

κοιλοκρόταφος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχο-κρόταφος, πολιο-κρόταφος.