κλωπήϊος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
(6_11)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλωπήϊος''': -η, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλωπαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1196, Μάξιμ. π. καταρχ. 434· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. σ. 474.
|lstext='''κλωπήϊος''': -η, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλωπαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1196, Μάξιμ. π. καταρχ. 434· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. σ. 474.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλωπήιος]], -ΐη, -ον (Α) [[κλωψ]]<br />(ιων. και ποιητ. τ.) [[κλοπαίος]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπήϊος Medium diacritics: κλωπήϊος Low diacritics: κλωπήϊος Capitals: ΚΛΩΠΗΪΟΣ
Transliteration A: klōpḗïos Transliteration B: klōpēios Transliteration C: klopiios Beta Code: klwph/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ion. and poet. for κλοπαῖος, A.R.3.1197, Max.434.

German (Pape)

[Seite 1458] ion. u. ep. = κλοπαῖος, Ap. Rh. 3, 1196.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπήϊος: -η, -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ κλωπαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1196, Μάξιμ. π. καταρχ. 434· πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. σ. 474.

Greek Monolingual

κλωπήιος, -ΐη, -ον (Α) κλωψ
(ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος.