κολεκάνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολεκάνος''': ἢ [[κολοκάνος]], ὁ, [[εὐμήκης]] καὶ ἰσχνὸς [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ.· ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 789. | |lstext='''κολεκάνος''': ἢ [[κολοκάνος]], ὁ, [[εὐμήκης]] καὶ ἰσχνὸς [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ.· ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 789. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολεκάνος]] και [[κολοκάνος]], ὁ (Α)<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[ψηλός]] και [[αδύνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
or κολοκάνος, ὁ,
A lank, lean person, dub. in Stratt.64.
German (Pape)
[Seite 1472] oder κολοκάνος, ὁ, ein langer, hagerer Mensch, Strattis bei Hesych.; Mein. vermuthet κολοκάνναβος.
Greek (Liddell-Scott)
κολεκάνος: ἢ κολοκάνος, ὁ, εὐμήκης καὶ ἰσχνὸς ἄνθρωπος, Ἡσύχ.· ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 789.
Greek Monolingual
κολεκάνος και κολοκάνος, ὁ (Α)
(για πρόσ.) ψηλός και αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].