κλοπικός: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(6_12) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κλοπικός''': ἴδε [[κλωπικός]]. | |lstext='''κλοπικός''': ἴδε [[κλωπικός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κλοπικός]], -ή, -όν (Α) [[κλοπή]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.
Greek (Liddell-Scott)
κλοπικός: ἴδε κλωπικός.
Greek Monolingual
κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).