κόλλημα: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(eksahir) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[hoja de papiro]] | |esgtx=[[hoja de papiro]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κόλλημα]]) [[κολλώ]]<br />[[καθετί]] που έχει ενωθεί με [[κόλλα]], [[οτιδήποτε]] έχει συγκολληθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κόλληση]], [[συγκόλληση]]<br /><b>2.</b> αυτό που επικολλήθηκε, [[επικόλλημα]], [[μπάλωμα]]<br /><b>3.</b> επίμονο και ενοχλητικό [[φλερτάρισμα]]<br /><b>4.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] λειχήνων της οικογένειας collemataceae<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[σημείο]] όπου έγινε η [[συγκόλληση]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συγκολλημένα φύλλα παπύρου που συγκροτούν κύλινδρο<br /><b>2.</b> [[απόφραξη]] του παρθενικού υμένα.· | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (κολλάω)
A that which is glued or fastened together, Hp.Art.33, IG11(2).287B152 (Delos, iii B.C.); βυβλιδίου κ. Antiph.162; esp. of the sheets of papyrus gummed together to form a roll, PMag.Par.1.2068, 2513, BGU16.9 (ii A.D.), etc. II hymenic obstruction, Aët.16.108 (98).
German (Pape)
[Seite 1473] τό, das Zusammengeleimte, -gefugte, βιβλιδίου Antiphan. bei Poll. 7, 211.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλημα: τό, (κολλάω) τὸ συγκεκολλημένον ἢ συνηρμοσμένον στενῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, Ἀντιφ. ἐν «Μύλωνι» 1.
Spanish
Greek Monolingual
το (AM κόλλημα) κολλώ
καθετί που έχει ενωθεί με κόλλα, οτιδήποτε έχει συγκολληθεί
νεοελλ.
1. κόλληση, συγκόλληση
2. αυτό που επικολλήθηκε, επικόλλημα, μπάλωμα
3. επίμονο και ενοχλητικό φλερτάρισμα
4. βοτ. γένος λειχήνων της οικογένειας collemataceae
νεοελλ.-μσν.
το σημείο όπου έγινε η συγκόλληση