κομμιδώδης: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(6_7)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομμῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κόμμι]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.
|lstext='''κομμῐδώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κόμμι]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κομμιδώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κομμ</i>-<i>ίδ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ασβεστ</i>-<i>ώδης</i>, <i>γρανιτ</i>-<i>ώδης</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμῐδώδης Medium diacritics: κομμιδώδης Low diacritics: κομμιδώδης Capitals: ΚΟΜΜΙΔΩΔΗΣ
Transliteration A: kommidṓdēs Transliteration B: kommidōdēs Transliteration C: kommidodis Beta Code: kommidw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A gummy, Thphr.CP5.10.2.

German (Pape)

[Seite 1478] ες, gummiartig, voll Gummi, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κομμῐδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόμμι, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 2.

Greek Monolingual

κομμιδώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμ-ίδ-ιον + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ασβεστ-ώδης, γρανιτ-ώδης)].