κόμβωμα: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_21)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμβωμα''': τό, [[περίζωμα]], [[στόλισμα]]. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».
|lstext='''κόμβωμα''': τό, [[περίζωμα]], [[στόλισμα]]. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».
}}
{{grml
|mltxt=[[κόμβωμα]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κούμπωμα]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμβωμα Medium diacritics: κόμβωμα Low diacritics: κόμβωμα Capitals: ΚΟΜΒΩΜΑ
Transliteration A: kómbōma Transliteration B: kombōma Transliteration C: komvoma Beta Code: ko/mbwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A robe, Id.: in pl., ornamental bands, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κόμβωμα: τό, περίζωμα, στόλισμα. Ἡσύχ.· ― ἐν τῷ πληθ., καλλωπίσματα, Σουΐδ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κομβώματα· τὰ ἐν τοῖς ῥάβδοις μικρὸν χρυσὸν ἔχοντα ὑπὸ μεταλλέων».

Greek Monolingual

κόμβωμα, τὸ (Α)
βλ. κούμπωμα.