κοιρανώ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

κοιρανῶ, -έω (Α) κοίρανος
1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.)
2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.)
3. είμαι κύριος κάποιου
4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζωοὐδέ γὰρ θεοὶ ἁγνᾱν Χαρίτων ἅτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῑτας», Πίνδ.).