κόντιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_15)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόντῐλος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.
|lstext='''κόντῐλος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόντιλος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του [[κοντός]]) [[κοντούλης]], [[κοντούτσικος]], [[μικρούτσικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρόβ</i>-<i>ιλος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρόβος]])].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόντῐλος Medium diacritics: κόντιλος Low diacritics: κόντιλος Capitals: ΚΟΝΤΙΛΟΣ
Transliteration A: kóntilos Transliteration B: kontilos Transliteration C: kontilos Beta Code: ko/ntilos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κοντός (A) (sens. obsc.), Eup.334.

Greek (Liddell-Scott)

κόντῐλος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κοντὸς (μετ’ αἰσχρᾶς σημασ.), Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 43· πρβλ. Κραμήρ. Ἀνέκδ. Παρ. 4. 76.

Greek Monolingual

κόντιλος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. -ιλος (πρβλ. στρόβ-ιλος < στρόβος)].