κομπός: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(6_14) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κομπός''': ὁ, = [[κομπαστής]], Εὐρ. Φοίν. 600· κομπὸς [[λόγος]] Ἐτυμολ. Μέγ. 527. 47. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 67. 2. | |lstext='''κομπός''': ὁ, = [[κομπαστής]], Εὐρ. Φοίν. 600· κομπὸς [[λόγος]] Ἐτυμολ. Μέγ. 527. 47. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 67. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κομπός]], ὁ (Α)<br />[[κομπαστής]] («κομπὸς εἶ σπονδαῑς πεποιθώς, αἵ σε σῴζουσι θανεῑν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]», με καταβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
(B), ὁ,
A = κομπαστής, E.Ph.600 (troch.); κ. λόγος EM527.47.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.187.
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Großprahler, Eur. Phoen. 609; – auch adj., λόγος, E. M. 527, 47.
Greek (Liddell-Scott)
κομπός: ὁ, = κομπαστής, Εὐρ. Φοίν. 600· κομπὸς λόγος Ἐτυμολ. Μέγ. 527. 47. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 67. 2.
Greek Monolingual
κομπός, ὁ (Α)
κομπαστής («κομπὸς εἶ σπονδαῑς πεποιθώς, αἵ σε σῴζουσι θανεῑν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός», με καταβιβασμό του τόνου].