κορυδαλλός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
(Bailly1_3)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />alouette huppée, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />alouette huppée, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κορύδαλος]], ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και [[κορύδαλος]], Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) [[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική [[κατάταξη]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] alarididae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόρυδος]]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
alouette huppée, oiseau.
Étymologie: DELG κόρυς.

Greek Monolingual

και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].