κορύνησις: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
(6_8)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορύνησις''': -εως, ἡ, ([[κορυνάω]]) [[βλάστησις]] κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.
|lstext='''κορύνησις''': -εως, ἡ, ([[κορυνάω]]) [[βλάστησις]] κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορύνησις]], ἡ (Α) [[κορυνώ]]<br />η [[βλάστηση]] κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορύνησις Medium diacritics: κορύνησις Low diacritics: κορύνησις Capitals: ΚΟΡΥΝΗΣΙΣ
Transliteration A: korýnēsis Transliteration B: korynēsis Transliteration C: korynisis Beta Code: koru/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A putting forth of knobby buds, Thphr.HP3.5.1, Phan.Hist.25, Arr.Fr. 24 J.

Greek (Liddell-Scott)

κορύνησις: -εως, ἡ, (κορυνάω) βλάστησις κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.

Greek Monolingual

κορύνησις, ἡ (Α) κορυνώ
η βλάστηση κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.