κρονόληρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(Bailly1_3)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />vieux radoteur.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]], [[ληρέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />vieux radoteur.<br />'''Étymologie:''' [[Κρόνος]], [[ληρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=ό (AM [[κρονόληρος]])<br />[[φλύαρος]] ή ξεμωραμένος [[γέρος]] («[[κρονόληρος]] καὶ [[σοροδαίμων]] ἐστί», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Κρόνος]] <b>μτφ.</b> «[[ανόητος]] [[γέρος]]» <span style="color: red;">+</span> [[λῆρος]] «[[ανόητος]]»].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vieux radoteur.
Étymologie: Κρόνος, ληρέω.

Greek Monolingual

ό (AM κρονόληρος)
φλύαρος ή ξεμωραμένος γέροςκρονόληρος καὶ σοροδαίμων ἐστί», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος γέρος» + λῆρος «ανόητος»].