κροῦναι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(7)
 
(22)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=krou=nai
|Beta Code=krou=nai
|Definition=<b class="b3">τὰ ἄφορα δένδρα</b>, Hsch.; also, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρῆναι τέλειαι]], Id.</span>
|Definition=<b class="b3">τὰ ἄφορα δένδρα</b>, Hsch.; also, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κρῆναι τέλειαι]], Id.</span>
}}
{{grml
|mltxt=κροῡναι (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «τὰ ἄφορα δένδρα»<br /><b>2.</b> «κρῆναι τέλειαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. [[κρουνός]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροῦναι Medium diacritics: κροῦναι Low diacritics: κρούναι Capitals: ΚΡΟΥΝΑΙ
Transliteration A: kroûnai Transliteration B: krounai Transliteration C: kroynai Beta Code: krou=nai

English (LSJ)

τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also,

   A = κρῆναι τέλειαι, Id.

Greek Monolingual

κροῡναι (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «τὰ ἄφορα δένδρα»
2. «κρῆναι τέλειαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός.