κροτάλια: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_22) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροτάλια''': -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56. | |lstext='''κροτάλια''': -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροτάλια]], τὰ (Α) [[κρόταλον]]<br />σκουλαρίκια με εξαρτήματα από μαργαριτάρια που έκαναν χαρακτηριστικό ήχο όταν χτυπούσαν [[μεταξύ]] τους. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰλ], ων, τά,
A ear-rings with pendants of pearl, which rattled against each other, Petron.67, Plin.HN9.114.
German (Pape)
[Seite 1513] τά, zwei od. mehr Perlen, die im Ohre getragen werden u. durch Aneinanderschlagen klappern, Plin. H. N. 9, 35.
Greek (Liddell-Scott)
κροτάλια: -ων, τά, ἐνώτια μετ' ἐξαρτημάτων ἐκ μαργαριτῶν, ἅτινα πρὸς ἄλληλα συγκρουόμενα ἐκρότουν, Πετρών. 67. 9, Πλίν. 9. 56.
Greek Monolingual
κροτάλια, τὰ (Α) κρόταλον
σκουλαρίκια με εξαρτήματα από μαργαριτάρια που έκαναν χαρακτηριστικό ήχο όταν χτυπούσαν μεταξύ τους.