κροκίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_1) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κροκίζω''': ([[κρόκος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210. | |lstext='''κροκίζω''': ([[κρόκος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]] πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κροκίζω]] (Α) [[κρόκος]]<br />[[μοιάζω]] με το [[φυτό]] [[κρόκος]] («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be like saffron, Dsc.2.179; ὀσμὴ -ουσα Plu.Them.8.
German (Pape)
[Seite 1511] dem Saffran gleichen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κροκίζω: (κρόκος) εἶμαι ὅμοιος πρὸς κρόκον, Διοσκ. 2. 210.
Greek Monolingual
κροκίζω (Α) κρόκος
μοιάζω με το φυτό κρόκος («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», Πλούτ.).