κυμοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῡμοτόκος''': -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505. | |lstext='''κῡμοτόκος''': -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυμοτόκος]] και [[κυοτόκος]] -ον (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», <b>επιγρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ονειρο</i>-[[τόκος]], <i>υγρο</i>-[[τόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of child-birth, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις IG9(2).638 (Larissa).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοτόκος: -ον, ἐπὶ τοκετοῦ, ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις Ἐπιτύμβ. Βοιωτ. ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 505.
Greek Monolingual
κυμοτόκος και κυοτόκος -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στον τοκετό («ἐν γαστρὸς κυμοτόκοις ὀδύναις», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο-τόκος, υγρο-τόκος.