κύλον: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύαρ]]. | |btext=ου (τό) :<br />paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύαρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κύλον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] [[πάνω]] από το [[πάνω]] [[βλέφαρο]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κύλα]]<br />τα κοιλώματα [[κάτω]] από τα μάτια («τὰ [[κύλα]] τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει θ. <i>κυ</i>- και συνδέεται με τον τ. [[κύαρ]]. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κύλων</i>, <i>Κύλασος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A v. κύλα.
German (Pape)
[Seite 1529] s. κύλα.
Greek (Liddell-Scott)
κύλον: τό, ἴδε κύλα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
paupière supérieure ; creux sous les yeux Chantraine.
Étymologie: DELG κύαρ.
Greek Monolingual
κύλον, τὸ (Α)
1. το κοίλο μέρος πάνω από το πάνω βλέφαρο
2. συν. στον πληθ. τὰ κύλα
τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια («τὰ κύλα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπόχλωρα», Σωραν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει θ. κυ- και συνδέεται με τον τ. κύαρ. Ο τ. απαντά σε κύρια ον. (πρβλ. Κύλων, Κύλασος)].